- Σάρκα και οστά
- • Плоть и кровьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки). 2012.
Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки). 2012.
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
σάρκινος — η, ο / σάρκινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από σάρκα ή ο όμοιος με σάρκα, ο σαρκώδης («καὶ τὸ μὲν διφυὲς τοῡ στόματος παρίσθμιον, τὸ δὲ πολυφυὲς οὖλον σάρκινα δὲ ταῡτα», Αριστοτ.) μσν. φρ. «σάρκινος ἤτοι γυργαθός» πιθ. καλάθι, σαργάνη*… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek
Οθωναίος, Αλέξανδρος — (Γύθειο 1879 – 1971). Στρατιωτικός και πολιτικός. Το 1900 αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του πεζικού. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως υπασπιστής του διοικητή του 5ου συντάγματος πεζικού. Κατά τον A’… … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek
υλοποιώ — έω, Ν 1. μεταβάλλω κάτι σε υλικό, μετατρέπω σε ύλη 2. μτφ. πραγματοποιώ, εκπληρώνω, δίνω σάρκα και οστά («υλοποιήθηκαν τα οράματά του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + ποιώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο] … Dictionary of Greek
ενσαρκώνω — ενσάρκωσα, ενσαρκώθηκα, ενσαρκωμένος, μτβ. 1. δίνω σάρκες, δηλ. υλική υπόσταση, σε κάτι ή σε κάποιον: Ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. 2. μτφ., εμφανίζω κάτι τόσο απτά, σαν να το υλοποιώ (να του δίνω σάρκα και οστά): Στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του … Dictionary of Greek
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek